ριζοσπαστισμός

ριζοσπαστισμός
ο, Ν
1. ανυποχώρητη, αδιάλλακτη πνευματική στάση
2. θεωρία και στάση εκείνων που επιδιώκουν την πλήρη ρήξη με το κατεστημένο και τη λύση τών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων με αποφασιστικές, δυναμικές μεθόδους, καθώς και η εφαρμογή τών μεθόδων αυτών
3. το σύνολο τών θέσεων τών ριζοσπαστικών κομμάτων
4. (στις ΗΠΑ) χαρακτηρισμός κάθε εξτρεμιστικής τάσης, δοξασίας ή κίνησης (α. «αριστερός ριζοσπαστισμός» β. «δεξιός ριζοσπαστιμός»)
5. φρ. «φιλοσοφικός ριζοσπαστισμός»
(φιλοσ.) φιλοσοφικό δόγμα που διατυπώθηκε από τον Τζέρεμυ Μπένθαμ και τον Τζων Στιούαρτ Μιλ και τού οποίου βασικά χαρακτηριστικά ήταν ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο ορθολογισμός, ο ωφελισμός και ο ατομικισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ριζοσπάστης + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Παρνασσός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ριζοσπαστισμός — ο οι ιδέες των ριζοσπαστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοπορ(ε)ία — η, ΝΜΑ [πρωτοπόρος] 1. το να προπορεύεται κανείς ή κάτι, προβάδισμα 2. (κατ επέκτ.) α) το σύνολο τών προπορευομένων β) στρ. η εμπροσθοφυλακή νεοελλ. μτφ. α) το σύνολο ατόμων που προηγούνται τής εποχής τους ή είναι επικεφαλής πολιτικής, κοινωνικής …   Dictionary of Greek

  • Γαμβέτας, Λέων — (Καόρ 1838 – Βιλ ντ’ Αβρέ 1882). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου νομικού και πολιτικού Λεόν Γκαμπετά (Leon Gambetta). Το 1860 πήρε το πτυχίο της νομικής και το 1868 έγινε διάσημος ως συνήγορος του δημοσιογράφου Ντελεκλίζ, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …   Dictionary of Greek

  • Λάξνες, Χάλντορ Κίλιαν — (Halldόr Kiljan Laxness, Ρέικιαβικ 1902 – 1998). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισλανδού συγγραφέα Χάλντορ Κίλιαν Γκούντγιονσον (Halldόr Kiljan Gudjόnsson). Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, ο Λ. εκδήλωσε από νεαρή ηλικία εξαιρετική ευαισθησία… …   Dictionary of Greek

  • Λασκαράτος, Ανδρέας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1811 – 1901). Σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Ακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στην Κέρκυρα και ένας από τους δασκάλους του ήταν ο Ανδρέας Κάλβος· στην ίδια πόλη γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, στον οποίο και διάβαζε τα ποιήματά… …   Dictionary of Greek

  • Μαρά, Ζαν Πολ — (Jean Paul Marat, Μπουντρί, Ελβετία 1743 – Παρίσι 1793). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αγγλία και μετά την επιστροφή στη πατρίδα του προσπάθησε να αναδειχθεί ως συγγραφέας, δίχως επιτυχία. Εργάστηκε ως γιατρός της σωματοφυλακής του κόμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”