- ριζοσπαστισμός
- ο, Ν1. ανυποχώρητη, αδιάλλακτη πνευματική στάση2. θεωρία και στάση εκείνων που επιδιώκουν την πλήρη ρήξη με το κατεστημένο και τη λύση τών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων με αποφασιστικές, δυναμικές μεθόδους, καθώς και η εφαρμογή τών μεθόδων αυτών3. το σύνολο τών θέσεων τών ριζοσπαστικών κομμάτων4. (στις ΗΠΑ) χαρακτηρισμός κάθε εξτρεμιστικής τάσης, δοξασίας ή κίνησης (α. «αριστερός ριζοσπαστισμός» β. «δεξιός ριζοσπαστιμός»)5. φρ. «φιλοσοφικός ριζοσπαστισμός»(φιλοσ.) φιλοσοφικό δόγμα που διατυπώθηκε από τον Τζέρεμυ Μπένθαμ και τον Τζων Στιούαρτ Μιλ και τού οποίου βασικά χαρακτηριστικά ήταν ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο ορθολογισμός, ο ωφελισμός και ο ατομικισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ριζοσπάστης + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Παρνασσός].
Dictionary of Greek. 2013.